- ψωρικός
- -ή, -ό / ψωρικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [ψώρα]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ψώρααρχ.1. (το ουδ.ως ουσ.) τὸ ψωρικόναντιψωρικό φάρμακο2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τά ψωρικάδερματικές ασθένειες.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ψωρικά — ψωρικός of neut nom/voc/acc pl ψωρικά̱ , ψωρικός of fem nom/voc/acc dual ψωρικά̱ , ψωρικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψωρικῶν — ψωρικός of fem gen pl ψωρικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψωρικόν — ψωρικός of masc acc sg ψωρικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψωρικαῖς — ψωρικός of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψωρικοῖς — ψωρικός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψωρικοῦ — ψωρικός of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψωρικῇ — ψωρικός of fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψωρικῷ — ψωρικός of masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψωρικάς — ψωρικά̱ς , ψωρικός of fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)